- ξεσκούφωτος
- -η, -ο[ξεσκουφώνω]ξέσκουφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσκούφωτος — η, ο αυτός που δε φορεί το σκούφο του, ο ασκεπής, ο χωρίς καπέλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… … Dictionary of Greek
ακαπέλωτος — η, ο [καπελώνω] αυτός που δεν φοράει καπέλο, ασκεπής, ξεσκούφωτος αυτός που αγοράζεται ή πουλιέται στην κανονική τιμή, χωρίς αθέμιτη επιβάρυνση, χωρίς καπέλωμα … Dictionary of Greek
αναμαλλιάρης — άρα, άρικο 1. αυτός που έχει ανακατωμένα τα μαλλιά του, αχτένιστος, ξεχτένιστος 2. (για υφάσματα) αυτός που χνούδιασε, ο χνουδιασμένος 3. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του, ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. αυτός που έχει πολύ αραιά μαλλιά … Dictionary of Greek
ξέσκουφος — η, ο αυτός που δεν φοράει σκούφο, ξεσκούφωτος, ο χωρίς καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφουσκώνω] … Dictionary of Greek
ξεκουκούλωτος — η, ο [ξεκουκουλώνω] 1. ξεσκούφωτος, ξεσκέπαστος, ασκεπής 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεκουκούλωτοι θηριώδεις ένοπλοι Τούρκοι στην πριν από την επανάσταση τού 1821 Κρήτη, οι οποίοι έβγαζαν το κουκούλι τους, δηλαδή το φέσι τους, κατά τις… … Dictionary of Greek
ξεσκουφωσιά — η [ξεσκούφωτος] η ιδιότητα τού ξεσκούφωτου, το να μη φοράει κάποιος σκούφο ή καπέλο … Dictionary of Greek
ασκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν έχει κάλυμμα στο κεφάλι, ξεσκούφωτος: Στάθηκαν ασκεπείς και σταυροκοπήθηκαν, για να περάσει η κηδεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκάλτσωτος — η, ο αυτός που δε φορεί κάλτσες, γυμνόποδας, ξεκαλτσωμένος: Ξεκάλτσωτος, ξεσκούφωτος και ψόφιος απ την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαπέλωτος — η, ο αυτός που δε φορεί καπέλο, ο ασκεπής, ο ξεσκούφωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)